ιχθυέλαιο

ιχθυέλαιο
το
ζωικό έλαιο που λαμβάνεται μετά από κατεργασία μερών τού σώματος ορισμένων ψαριών, ψαρόλαδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)-* + έλαιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Ιω. Ν. Λεβαδέα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μουρουνέλαιο — Λάδι που παρασκευάζεται από συκώτι ψαριών της οικογένειας των γαδιδών. Είναι πηχτό, με χρώμα ανοιχτό κίτρινο ή και πιο σκούρο και με χαρακτηριστική μυρωδιά. Αποτελείται κυρίως από τριγλυκερίδια ακόρεστων οξέων και περιέχει μικρή ποσότητα… …   Dictionary of Greek

  • οψαρέλαιον — ὀψαρέλαιον, τὸ (Α) ιχθυέλαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψάριον + ἔλαιον] …   Dictionary of Greek

  • σπερματέλαιο — το, Ν (βιοχ.) 1.κιτρινωπός ρευστός κηρός, που λαμβάνεται μαζί με το κήτειο σπέρμα, από τις κεφαλικές κοιλότητες και το ιχθυέλαιο τής φάλαινας και σήμερα χρησιμοποιείται κυρίως ως λιπαντικό 2. φρ. «ραφιναρισμένο σπερματέλαιο» κατεργασμένο… …   Dictionary of Greek

  • ψαρόλαδο — το, Ν ιχθυέλαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + λάδι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”